- μορφοποιώ
- μορφοποιῶ, -έω (ΑΜ) [μορφοποιός]1. δίνω μορφή, σχηματίζω, διαμορφώνω2. αναπαριστώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
προεκτυπώνω — προεκτυπῶ, όω, ΝΜΑ [ἐκτυπῶ] νεοελλ. εκτυπώνω, εκδίδω διά τού τύπου κάτι πριν από κάτι άλλο (μσν. αρχ.) δίνω μορφή, μορφοποιώ προηγουμένως … Dictionary of Greek